ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
[Seite 8] ἡ, Geschwätzigkeit, bes. Schmähsucht, Sp.
λᾰκερολογία: ἀδολεσχία, πολυλογία, Παράφρ. Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 48.
λακερολογία, ἡ (Μ) λακερόςπολυλογία, φλυαρία.