λακερολογία

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

German (Pape)

[Seite 8] ἡ, Geschwätzigkeit, bes. Schmähsucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκερολογία: ἀδολεσχία, πολυλογία, Παράφρ. Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 48.

Greek Monolingual

λακερολογία, ἡ (Μ) λακερός
πολυλογία, φλυαρία.