κωθωνιστήριον: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωθωνιστήριον''': τό, [[τόπος]] συμποσίου, [[ἔνθα]] ἔπινον [[μέχρι]] μέθης, Διόδ. 5. 19. | |lstext='''κωθωνιστήριον''': τό, [[τόπος]] συμποσίου, [[ἔνθα]] ἔπινον [[μέχρι]] μέθης, Διόδ. 5. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κωθωνιστήριον]], τὸ (Α) [[κωθωνίζω]]<br />[[τόπος]] όπου οι συμποσιαζόμενοι έπιναν ώσπου να μεθύσουν. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A banqueting house, D.S.5.19.
German (Pape)
[Seite 1541] τό, Lustort zum Zechen, D. Sic. 5, 19.
Greek (Liddell-Scott)
κωθωνιστήριον: τό, τόπος συμποσίου, ἔνθα ἔπινον μέχρι μέθης, Διόδ. 5. 19.
Greek Monolingual
κωθωνιστήριον, τὸ (Α) κωθωνίζω
τόπος όπου οι συμποσιαζόμενοι έπιναν ώσπου να μεθύσουν.