ληκητής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_19)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληκητής''': -οῦ, ὁ, [[κεκράκτης]], ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ [[κηλητής]], Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.
|lstext='''ληκητής''': -οῦ, ὁ, [[κεκράκτης]], ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ [[κηλητής]], Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.
}}
{{grml
|mltxt=[[ληκητής]], ὁ (Α) [[ληκάω]]<br />αυτός που κραυγάζει, [[φωνακλάς]] («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.).
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκητής Medium diacritics: ληκητής Low diacritics: ληκητής Capitals: ΛΗΚΗΤΗΣ
Transliteration A: lēkētḗs Transliteration B: lēkētēs Transliteration C: likitis Beta Code: lhkhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (ληκέω)

   A bawler, ἀγοραίων λ. ἐπέων Timo 42.

Greek (Liddell-Scott)

ληκητής: -οῦ, ὁ, κεκράκτης, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ κηλητής, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.

Greek Monolingual

ληκητής, ὁ (Α) ληκάω
αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.).