μαγίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(6_3)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαγίστωρ''': «[[ἐπιστάτης]]· [[διδάσκαλος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''μαγίστωρ''': «[[ἐπιστάτης]]· [[διδάσκαλος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαγίστωρ]], ὁ (ΑM, Μ και [[μαΐστωρ]] και μαΐστορας)<br /><b>βλ.</b> [[μάγιστρος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:43, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μαγίστωρ: «ἐπιστάτης· διδάσκαλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαγίστωρ, ὁ (ΑM, Μ και μαΐστωρ και μαΐστορας)
βλ. μάγιστρος.