λυκιοεργής: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />travaillé en Lycie.<br />'''Étymologie:''' [[Λυκία]], [[ἔργον]]. | |btext=ής, ές :<br />travaillé en Lycie.<br />'''Étymologie:''' [[Λυκία]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυκιοεργής]] και συνηρ. τ. [[λυκιουργής]], -ές (Α)<br />κατασκευασμένος [[κατά]] τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας [[ἕκαστος]] εἶχε», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Λύκιος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé en Lycie.
Étymologie: Λυκία, ἔργον.
Greek Monolingual
λυκιοεργής και συνηρ. τ. λυκιουργής, -ές (Α)
κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ.
β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + -εργής (< ἔργον)].