λεπτοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
(6_7)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτοφαής''': -ές, ἀσθενῶς λάμπων, Νόνν. Δ. 5. 170.
|lstext='''λεπτοφαής''': -ές, ἀσθενῶς λάμπων, Νόνν. Δ. 5. 170.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπτοφαής]] ή [[λεπτοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει αμυδρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραυνο</i>-<i>φαής</i>, <i>νυκτι</i>-<i>φαής</i>. Ο τ. [[λεπτοφανής]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-<i>φανής</i>, <i>νυκτι</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοφᾰής Medium diacritics: λεπτοφαής Low diacritics: λεπτοφαής Capitals: ΛΕΠΤΟΦΑΗΣ
Transliteration A: leptophaḗs Transliteration B: leptophaēs Transliteration C: leptofais Beta Code: leptofah/s

English (LSJ)

ές,

   A feebly shining, Nonn.D.5.170.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοφαής: -ές, ἀσθενῶς λάμπων, Νόνν. Δ. 5. 170.

Greek Monolingual

λεπτοφαής ή λεπτοφανής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο-φαής, νυκτι-φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα-φανής, νυκτι-φανής].