λοξοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(6_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοξοβάμων''': [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ [[καρκίνος]], «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ.
|lstext='''λοξοβάμων''': [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ [[καρκίνος]], «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοξοβάμων]], -ον (Α)<br />αυτός που περπατά [[λοξά]], όπως ο [[καρκίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υψι</i>-<i>βάμων</i>, <i>χαμαι</i>-<i>βάμων</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λοξοβάμων: [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ καρκίνος, «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοξοβάμων, -ον (Α)
αυτός που περπατά λοξά, όπως ο καρκίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βάμων (< βαίνω) (πρβλ. υψι-βάμων, χαμαι-βάμων)].