λοιβά: Difference between revisions

From LSJ
(SL_2)
(23)
Line 2: Line 2:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>λοιβά</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[libation]] πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν [[θεῶν]], πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
|sltr=<b>λοιβά</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[libation]] πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν [[θεῶν]], πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
}}
{{grml
|mltxt=[[λοιβά]], ἡ (Α)<br />(δωρ.τ.) <b>βλ.</b> [[λοιβή]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

English (Slater)

λοιβά
   1 libation πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)

Greek Monolingual

λοιβά, ἡ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. λοιβή.