ματτυολοιχός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />gourmand (« lécheur de ragoûts »).<br />'''Étymologie:''' [[ματτύη]], [[λείχω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ματαιολοιχός]], [[ματιολοιχός]]. | |btext=ός, όν :<br />gourmand (« lécheur de ragoûts »).<br />'''Étymologie:''' [[ματτύη]], [[λείχω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ματαιολοιχός]], [[ματιολοιχός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ματτυολοιχός]] και [[ματιολοιχός]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ματαιολοιχός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]], ψευδομετρητής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ματαιολοιχός]]<br />ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ [[λίχνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ματτύη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοιχός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματο</i>-<i>λοιχός</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>λοιχός</i>. Ο τ. [[ματιολοιχός]] [[είναι]] εσφ. γρφ. του [[ματτυολοιχός]], ενώ ο τ. [[ματαιολοιχός]] έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μάταιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
gourmand (« lécheur de ragoûts »).
Étymologie: ματτύη, λείχω.
Par. ματαιολοιχός, ματιολοιχός.
Greek Monolingual
ματτυολοιχός και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής
2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός
ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο-λοιχός, τραπεζο-λοιχός. Ο τ. ματιολοιχός είναι εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός, ενώ ο τ. ματαιολοιχός έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του μάταιος.