ματαιότεχνος: Difference between revisions
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(6_18) |
(24) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ματαιότεχνος''': -ον, ὁ μετερχόμενος ματαίαν καὶ ἀνωφελῆ τέχνην, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. [[ἄνευ]] μαρτυρ. | |lstext='''ματαιότεχνος''': -ον, ὁ μετερχόμενος ματαίαν καὶ ἀνωφελῆ τέχνην, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. [[ἄνευ]] μαρτυρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ματαιότεχνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτότεχνος]], <i>πολύ</i>-<i>τεχνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ματαιότεχνος: -ον, ὁ μετερχόμενος ματαίαν καὶ ἀνωφελῆ τέχνην, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. ἄνευ μαρτυρ.
Greek Monolingual
ματαιότεχνος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ-τεχνος].