μεμορυχμένα: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(6_4)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμορυχμένα''': «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.
|lstext='''μεμορυχμένα''': «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεμορυχμένα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μυσαρά».
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμορυχμένα Medium diacritics: μεμορυχμένα Low diacritics: μεμορυχμένα Capitals: ΜΕΜΟΡΥΧΜΕΝΑ
Transliteration A: memorychména Transliteration B: memorychmena Transliteration C: memorychmena Beta Code: memoruxme/na

English (LSJ)

μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεμορυχμένα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».