ἀκέλευστος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin que nadie lo pida u ordene]] ἀ. [[ἄμισθος]] ἀοιδά A.<i>A</i>.978, δαῖτ' [[ἀκέλευστος]] ἔτευξεν A.<i>A</i>.731, ἀ. ἦλθε S.<i>Ai</i>.1284, cf. E.<i>El</i>.71, Pl.<i>Lg</i>.953d.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin ordenarlo nadie]] Rom.Mel.11.κδʹ, Sud.s.u. ἀπαραγγέλτως. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin que nadie lo pida u ordene]] ἀ. [[ἄμισθος]] ἀοιδά A.<i>A</i>.978, δαῖτ' [[ἀκέλευστος]] ἔτευξεν A.<i>A</i>.731, ἀ. ἦλθε S.<i>Ai</i>.1284, cf. E.<i>El</i>.71, Pl.<i>Lg</i>.953d.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin ordenarlo nadie]] Rom.Mel.11.κδʹ, Sud.s.u. ἀπαραγγέλτως. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέλευστος]], -ον) [[κελεύω]]<br />αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[εκείνος]] που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό [[αξίωμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unbidden, A.Ag.731 (lyr.), S.Aj.1284, E.El.71, Pl.Lg.953d. Adv. -ως Suid. s.v. ἀπαγγέλτως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέλευστος: -ον, ὁ μὴ κελευσθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 731, Σοφ. Αἴ. 1263, Εὐρ. Ἠλ. 71, Πλάτ. Νόμ. 953D. ― Ἐπίρρ. -τως, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agit spontanément, sans avoir reçu d’ordre.
Étymologie: ἀ, κελεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin que nadie lo pida u ordene ἀ. ἄμισθος ἀοιδά A.A.978, δαῖτ' ἀκέλευστος ἔτευξεν A.A.731, ἀ. ἦλθε S.Ai.1284, cf. E.El.71, Pl.Lg.953d.
2 adv. -ως sin ordenarlo nadie Rom.Mel.11.κδʹ, Sud.s.u. ἀπαραγγέλτως.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέλευστος, -ον) κελεύω
αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (μσν. νεοελλ.) εκείνος που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό αξίωμα.