ἄκρων: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκρων''': -ωνος, ὁ, καὶ ἀκρωνάριον, το, = [[ἀκροκώλιον]], Ἱππιατρ. σ. 32, κτλ., ὡς τὸ acro τοῦ μεταγεν. Λατινισμοῦ. | |lstext='''ἄκρων''': -ωνος, ὁ, καὶ ἀκρωνάριον, το, = [[ἀκροκώλιον]], Ἱππιατρ. σ. 32, κτλ., ὡς τὸ acro τοῦ μεταγεν. Λατινισμοῦ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄκρων]] (-ωνος), ο (Α)<br />το ακρωνάριον ή ακροκώλιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρωνία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρωνάρια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A = ἀκροκώλιον, Hippiatr.7:—Dim. ἀκρωνάριον, ib. 64,129, cf. Sch.Luc.Lex.6.
German (Pape)
[Seite 85] ωνος, ὁ, die äußersten Glieder, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρων: -ωνος, ὁ, καὶ ἀκρωνάριον, το, = ἀκροκώλιον, Ἱππιατρ. σ. 32, κτλ., ὡς τὸ acro τοῦ μεταγεν. Λατινισμοῦ.
Greek Monolingual
ἄκρων (-ωνος), ο (Α)
το ακρωνάριον ή ακροκώλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωνία
μσν.
ἀκρωνάρια.