ἀνεπίβλητος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[distraido]], [[falto de interés para otras cosas]] μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.<i>Mus</i>.p.80K., cf. <i>D</i>.1.14.9.<br /><b class="num">2</b> [[no sometido a un pago]], <i>PFlor</i>.323.12 (VI d.C.). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[distraido]], [[falto de interés para otras cosas]] μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.<i>Mus</i>.p.80K., cf. <i>D</i>.1.14.9.<br /><b class="num">2</b> [[no sometido a un pago]], <i>PFlor</i>.323.12 (VI d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίβλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να επιβληθεί<br />«[[ανεπίβλητος]] [[φόρος]], δασμοί»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει [[αυτοκυριαρχία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A inattentive, heedless, prob.l. Phld.D.1.14, Mus.p.80K.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίβλητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιβαλλόμενος, ἀμελής, ἀδιάφορος, πιθ. γραφ. ἐν Φιλοδήμ. π. Μουσ. 15. 5 - Ἐπίρρ. -τως, τυχαίως, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 distraido, falto de interés para otras cosas μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.Mus.p.80K., cf. D.1.14.9.
2 no sometido a un pago, PFlor.323.12 (VI d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίβλητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί
«ανεπίβλητος φόρος, δασμοί»
αρχ.
όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει αυτοκυριαρχία.