ἀνταναίρω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(4)
(4)
 
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀνταναιρῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> [[σβήνω]], [[εξαλείφω]]<br /><b>2.</b> (-ούμαι) ακυρώνομαι αντίστοιχα, απαλείφομαι.
|mltxt=ἀνταναιρῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> [[σβήνω]], [[εξαλείφω]]<br /><b>2.</b> (-ούμαι) ακυρώνομαι αντίστοιχα, απαλείφομαι.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνταναίρω]] (Α)<br />[[επαναστατώ]].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 243] dagegen erheben.

Spanish (DGE)

rebelarse, A.Thom.A.141 (p.248.8).

Greek Monolingual

ἀνταναιρῶ (-έω) (Α)
1. σβήνω, εξαλείφω
2. (-ούμαι) ακυρώνομαι αντίστοιχα, απαλείφομαι.

Greek Monolingual

ἀνταναίρω (Α)
επαναστατώ.