ἀνθρωπουργία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_11)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπουργία''': ἡ, -ουργός, όν, (*[[ἔργω]]) = [[ἀνθρωποποιία]], -[[ποιός]], Ἐκκλ.
|lstext='''ἀνθρωπουργία''': ἡ, -ουργός, όν, (*[[ἔργω]]) = [[ἀνθρωποποιία]], -[[ποιός]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωπουργία]], η (Μ)<br />η [[ανθρωποποιία]].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 235] ἡ, das Menschenschaffen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπουργία: ἡ, -ουργός, όν, (*ἔργω) = ἀνθρωποποιία, -ποιός, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀνθρωπουργία, η (Μ)
η ανθρωποποιία.