ἀνθρωπουργία

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

German (Pape)

[Seite 235] ἡ, das Menschenschaffen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπουργία: ἡ, -ουργός, όν, (*ἔργω) = ἀνθρωποποιία, -ποιός, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀνθρωπουργία, η (Μ)
η ανθρωποποιία.