ἀρτίθηρος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[recién capturado]] ἔχιδναι Damocr. en Gal.14.93. | |dgtxt=-ον [[recién capturado]] ἔχιδναι Damocr. en Gal.14.93. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρτίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που θηρεύθηκε ή [[απλώς]] πιάστηκε [[πριν]] λίγο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A newly caught, Damocr. ap. Gal.14.93.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίθηρος: -ον, ὁ ἄρτι θηρευθείς, συλληφθείς, ἀρτιθήρους ἐχίδνας Δημόκρ. παρὰ Γαλην. π. Ἀντιδ. 1. 15, σ. 893C.
Spanish (DGE)
-ον recién capturado ἔχιδναι Damocr. en Gal.14.93.
Greek Monolingual
ἀρτίθηρος, -ον (Α)
αυτός που θηρεύθηκε ή απλώς πιάστηκε πριν λίγο.