ἀρρητοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que practica un vicio obsceno o vergonzoso]] Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί Sch.Ar.<i>Eq</i>.1287, cf. Anon.<i>in EN</i> 172.29, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[que celebra misterios]] Luc.<i>Lex</i>.10. | |dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que practica un vicio obsceno o vergonzoso]] Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί Sch.Ar.<i>Eq</i>.1287, cf. Anon.<i>in EN</i> 172.29, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[que celebra misterios]] Luc.<i>Lex</i>.10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρρητοποιός]], -όν (Α) [[αρρητοποιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε μυστήρια, ο [[μύστης]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A practising such vice, Anon.in EN172.29. II pedantically, celebrating mysteries, Luc.Lex.10.
Spanish (DGE)
-όν
1 que practica un vicio obsceno o vergonzoso Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί Sch.Ar.Eq.1287, cf. Anon.in EN 172.29, Hsch.
2 que celebra misterios Luc.Lex.10.
Greek Monolingual
ἀρρητοποιός, -όν (Α) αρρητοποιώ
1. αυτός που λαμβάνει μέρος σε μυστήρια, ο μύστης
2. αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.