ἀτιμαστής: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(big3_7) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου [[insultante]], <i>Gloss</i>.2.115. | |dgtxt=-ου [[insultante]], <i>Gloss</i>.2.115. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Μ [[ἀτιμαστής]]) [[ατιμάζω]]<br />αυτός που επιφέρει [[καταισχύνη]], που ντροπιάζει κάποιον ή [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., Gloss.
Spanish (DGE)
-ου insultante, Gloss.2.115.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀτιμαστής) ατιμάζω
αυτός που επιφέρει καταισχύνη, που ντροπιάζει κάποιον ή κάτι.