αὐλακοειδής: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[en forma de surco]], [[γραμμή]] Eust.598.25. | |dgtxt=-ές [[en forma de surco]], [[γραμμή]] Eust.598.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αυλακώδης, -ες (Μ [[αὐλακοειδής]] και [[αὐλακώδης]], -ες)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] αυλακιού. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A furrow-like, γραμμή Eust.598.34.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλακοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα αὔλακος, Εὐστ. σ. 455. 37.
Spanish (DGE)
-ές en forma de surco, γραμμή Eust.598.25.
Greek Monolingual
και αυλακώδης, -ες (Μ αὐλακοειδής και αὐλακώδης, -ες)
αυτός που έχει σχήμα αυλακιού.