ἀφοπλίζω: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -ττω Hsch.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desarmar]] τούτους μὲν ἀφώπλισαν D.S.11.35, αὐτόν Luc.<i>DDeor</i>.23.1, <i>AP</i> 16.171 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἦσαν ἀφωπλισμένοι D.S.14.64, fig. [[δύναμις]] ... ἀφοπλίζουσα ... τοὺς στασιάζοντας Ast.Am.<i>Hom</i>.8.20.4.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[despojarse de]] οἱ δ' [[ἔντε]]' ἀφοπλίζοντο <i>Il</i>.23.26, οἱ μὲν Ἀντιγόνου στρατοπεδεύουσιν ἀφοπλισάμενοι Polyaen.4.9.1.<br /><b class="num">II</b> [[librar del servicio militar]] en v. pas. ἀφοπλίττονται· ἀπολύονται στρατείας Hsch. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -ττω Hsch.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desarmar]] τούτους μὲν ἀφώπλισαν D.S.11.35, αὐτόν Luc.<i>DDeor</i>.23.1, <i>AP</i> 16.171 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἦσαν ἀφωπλισμένοι D.S.14.64, fig. [[δύναμις]] ... ἀφοπλίζουσα ... τοὺς στασιάζοντας Ast.Am.<i>Hom</i>.8.20.4.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[despojarse de]] οἱ δ' [[ἔντε]]' ἀφοπλίζοντο <i>Il</i>.23.26, οἱ μὲν Ἀντιγόνου στρατοπεδεύουσιν ἀφοπλισάμενοι Polyaen.4.9.1.<br /><b class="num">II</b> [[librar del servicio militar]] en v. pas. ἀφοπλίττονται· ἀπολύονται στρατείας Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἀφοπλίζω]])<br />[[αφαιρώ]] από κάποιον τα όπλα, [[ξαρματώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουδετερώνω]] τις αντιρρήσεις κάποιου<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[παροπλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
A disarm, τινά D.S.11.35, APl.4.171 (Leon.), Luc. DDeor.19.1:—Pass., D.S.14.64:—Med., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα put off one's armour, Il.23.26:—Pass. (in Lacon. form ἀφοπλίττονταἰ, to be discharged from service, Hsch.
German (Pape)
[Seite 413] entwaffnen, τινά Leon. Al. 24 (Plan. 171); Luc. Dial. D. 19, 1; τινὰ τοῦ τόξου καὶ τῶν βελῶν 7, 1. – Med., seine Rüstung ablegen, ἔντεα Il. 23, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοπλίζω: μέλλ. -ίσω, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, τινά τινος Λουκ. Θ. Διάλ. 19. 1· τινὰ Διόδ. 11. 35, Ἀνθ. Πλαν. 4. 171. - Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα, ἐκβάλλειν τὸν ὁπλισμόν, Ἰλ. Ψ. 26.
English (Autenrieth)
only mid. ipf. ἀφωπλί- ζοντο, divested themselves of their armor; ἔντεα, Il. 23.26†.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -ττω Hsch.
I 1desarmar τούτους μὲν ἀφώπλισαν D.S.11.35, αὐτόν Luc.DDeor.23.1, AP 16.171 (Leon.)
•en v. pas. ἦσαν ἀφωπλισμένοι D.S.14.64, fig. δύναμις ... ἀφοπλίζουσα ... τοὺς στασιάζοντας Ast.Am.Hom.8.20.4.
2 intr. en v. med. despojarse de οἱ δ' ἔντε' ἀφοπλίζοντο Il.23.26, οἱ μὲν Ἀντιγόνου στρατοπεδεύουσιν ἀφοπλισάμενοι Polyaen.4.9.1.
II librar del servicio militar en v. pas. ἀφοπλίττονται· ἀπολύονται στρατείας Hsch.
Greek Monolingual
(AM ἀφοπλίζω)
αφαιρώ από κάποιον τα όπλα, ξαρματώνω
νεοελλ.
1. εξουδετερώνω τις αντιρρήσεις κάποιου
2. (για πλοίο) παροπλίζω.