αὐτόθηκτος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[naturalmente afilado o templado]] αὐτόθηκτον Εὐβοικὸν ξίφος ref. al metal [[templado en su estado natural]] A.<i>Fr</i>.356. | |dgtxt=-ον<br />[[naturalmente afilado o templado]] αὐτόθηκτον Εὐβοικὸν ξίφος ref. al metal [[templado en su estado natural]] A.<i>Fr</i>.356. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὐτόθηκτος]], -ον (Α) [[θήγω]]<br />αυτός που έχει ακονιστεί από [[μόνος]] του, πολύ καλά ακονισμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A self-sharpened, epith. of cold-forged iron, A.Fr.356.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόθηκτος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τεθηκμένος, ἠκονημένος, λαβών αὐτόθηκον Εὐβοϊκὸν ξίφος, «κατασκευασθὲν ἐκ τῆς ἐν Εὐβοίᾳ χαλκίτιδος ἐξ ἧς ἐδημιουργεῖτο τὰ ψυχρήλατα τῶν ξιφῶν» (Πλούτ. 434Α) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371.
Spanish (DGE)
-ον
naturalmente afilado o templado αὐτόθηκτον Εὐβοικὸν ξίφος ref. al metal templado en su estado natural A.Fr.356.
Greek Monolingual
αὐτόθηκτος, -ον (Α) θήγω
αυτός που έχει ακονιστεί από μόνος του, πολύ καλά ακονισμένος.