βιβλιοδέτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(7) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιβλιοδέτης''': ὁ, ὁ δένων βιβλία, Βυζ. | |lstext='''βιβλιοδέτης''': ὁ, ὁ δένων βιβλία, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Μ [[βιβλιοδέτης]])<br />αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη [[βιβλιοδεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βιβλίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:01, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοδέτης: ὁ, ὁ δένων βιβλία, Βυζ.
Greek Monolingual
ο (Μ βιβλιοδέτης)
αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη βιβλιοδεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -δέτης < δέω «δένω»].