βιβλιοδέτης
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοδέτης: ὁ, ὁ δένων βιβλία, Βυζ.
Greek Monolingual
ο (Μ βιβλιοδέτης)
αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη βιβλιοδεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -δέτης < δέω «δένω»].