βιβλιοδέτης

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοδέτης: ὁ, ὁ δένων βιβλία, Βυζ.

Greek Monolingual

ο (Μ βιβλιοδέτης)
αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη βιβλιοδεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -δέτης < δέω «δένω»].