βρασμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(big3_9)
(7)
 
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[tembloroso]], [[διά]] τινος κλόνου καὶ βρασμώδους κινήσεως Gr.Nyss.M.44.160C.
|dgtxt=-ες<br />[[tembloroso]], [[διά]] τινος κλόνου καὶ βρασμώδους κινήσεως Gr.Nyss.M.44.160C.
}}
{{grml
|mltxt=[[βρασμώδης]], -ες (Α) [[βρασμός]]<br />αυτός που προκαλεί βρασμό, κλονισμό.
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

βρασμώδης: -ες, (εἶδος) ἀναβράζων, προξενῶν κλονισμόν, κίνησις Γρηγ. Νύσσ. 1, 160 (Migne).

Spanish (DGE)

-ες
tembloroso, διά τινος κλόνου καὶ βρασμώδους κινήσεως Gr.Nyss.M.44.160C.

Greek Monolingual

βρασμώδης, -ες (Α) βρασμός
αυτός που προκαλεί βρασμό, κλονισμό.