γενειάτης: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(6_3)
(8)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενειάτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.
|lstext='''γενειάτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.
}}
{{grml
|mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειάτης Medium diacritics: γενειάτης Low diacritics: γενειάτης Capitals: ΓΕΝΕΙΑΤΗΣ
Transliteration A: geneiátēs Transliteration B: geneiatēs Transliteration C: geneiatis Beta Code: geneia/ths

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. and Ion. γενει-ήτης, ου, ὁ,

   A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. γενει-ᾶτις, τρίγλα Sophr.31; Ion. γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.

Greek Monolingual

γενειάτης και γενειήτης, ο (Α) γένειον
αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος.