δακτυλόπους: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(big3_10) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ποδος, ὁ<br />[[primera falange]] τριῶν δὲ ὄντων ἐν τοῖς δακτύλοις φαλαγγίων ἔστω τὸ μὲν ... δ. <i>Cat.Cod.Astr</i>.7.238.25. | |dgtxt=-ποδος, ὁ<br />[[primera falange]] τριῶν δὲ ὄντων ἐν τοῖς δακτύλοις φαλαγγίων ἔστω τὸ μὲν ... δ. <i>Cat.Cod.Astr</i>.7.238.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δακτυλόπους]] (-ποδος), ο (Α)<br />η πρώτη [[φάλαγγα]] του δαχτύλου τών ποδιών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, gen. ποδος,
A first phalanx, δ. ἢ ῥιζοδάκτυλος Cat.Cod.Astr.7.238.25.
Spanish (DGE)
-ποδος, ὁ
primera falange τριῶν δὲ ὄντων ἐν τοῖς δακτύλοις φαλαγγίων ἔστω τὸ μὲν ... δ. Cat.Cod.Astr.7.238.25.
Greek Monolingual
δακτυλόπους (-ποδος), ο (Α)
η πρώτη φάλαγγα του δαχτύλου τών ποδιών.