δακτυλόπους

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλόπους Medium diacritics: δακτυλόπους Low diacritics: δακτυλόπους Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: daktylópous Transliteration B: daktylopous Transliteration C: daktylopous Beta Code: daktulo/pous

English (LSJ)

ὁ, gen. ποδος, first phalanx, δ. ἢ ῥιζοδάκτυλος Cat.Cod.Astr.7.238.25.

Spanish (DGE)

-ποδος, ὁ
primera falange τριῶν δὲ ὄντων ἐν τοῖς δακτύλοις φαλαγγίων ἔστω τὸ μὲν ... δ. Cat.Cod.Astr.7.238.25.

Greek Monolingual

δακτυλόπους (-ποδος), ο (Α)
η πρώτη φάλαγγα του δαχτύλου τών ποδιών.