δμώιος: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(big3_12)
(9)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[servil]], [[hijo de esclava]], [[βρέφος]] <i>AP</i> 9.407 (Antip.Thess.).
|dgtxt=-ον<br />[[servil]], [[hijo de esclava]], [[βρέφος]] <i>AP</i> 9.407 (Antip.Thess.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δμώιος]], -ον (Α)<br />[[δουλικός]] («δμώιον [[βρέφος]]» — δουλάκι, [[βρέφος]] δούλων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιο και μτγν. επίθ. του [[δμως]]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δμώιος: -ον, δουλικός, βρέφος Ἀνθ. Π. 9. 407.

Spanish (DGE)

-ον
servil, hijo de esclava, βρέφος AP 9.407 (Antip.Thess.).

Greek Monolingual

δμώιος, -ον (Α)
δουλικός («δμώιον βρέφος» — δουλάκι, βρέφος δούλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο και μτγν. επίθ. του δμως].