δμώιος

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek (Liddell-Scott)

δμώιος: -ον, δουλικός, βρέφος Ἀνθ. Π. 9. 407.

Spanish (DGE)

-ον
servil, hijo de esclava, βρέφος AP 9.407 (Antip.Thess.).

Greek Monolingual

δμώιος, -ον (Α)
δουλικός («δμώιον βρέφος» — δουλάκι, βρέφος δούλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο και μτγν. επίθ. του δμως].

Middle Liddell

δμώϊος, ον adj [from δμώς
in servile condition, βρέφος Anth.