δυσόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que difícilmente adopta un límite impuesto]]op. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.<i>GC</i> 329<sup>b</sup>32, cf. <i>Mete</i>.378<sup>b</sup>24, Simp.<i>in Ph</i>.481.32, del estilo de un orador, D.H.<i>Din</i>.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.<i>Or</i>.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ [[δαίμων]] Ath.Al.M.28.536B.
|dgtxt=-ον<br />[[que difícilmente adopta un límite impuesto]]op. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.<i>GC</i> 329<sup>b</sup>32, cf. <i>Mete</i>.378<sup>b</sup>24, Simp.<i>in Ph</i>.481.32, del estilo de un orador, D.H.<i>Din</i>.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.<i>Or</i>.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ [[δαίμων]] Ath.Al.M.28.536B.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα περιορίζεται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ορίζεται.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσόριστος Medium diacritics: δυσόριστος Low diacritics: δυσόριστος Capitals: ΔΥΣΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysóristos Transliteration B: dysoristos Transliteration C: dysoristos Beta Code: duso/ristos

English (LSJ)

ον,

   A difficult to adapt to a limit, Arist.Mete.378b24, GC329b32.    II difficult to define, χαρακτήρ D.H.Din.5.

German (Pape)

[Seite 685] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσόριστος: -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5.

Spanish (DGE)

-ον
que difícilmente adopta un límite impuestoop. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.GC 329b32, cf. Mete.378b24, Simp.in Ph.481.32, del estilo de un orador, D.H.Din.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.Or.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ δαίμων Ath.Al.M.28.536B.

Greek Monolingual

δυσόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα περιορίζεται
2. εκείνος που δύσκολα ορίζεται.