ἐμπεριληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[inclusivo]], [[que comprende o abarca]] c. gen. [[ἀνάγκη]] οὖν ἐστι προσγίνεσθαι τὸ [[ἄρθρον]] τῷ ἐμπεριληπτικῷ τοῦ μέρους es obligatorio que el artículo se añada a lo que es inclusivo de la parte</i> A.D.<i>Synt</i>.36.1, cf. 38.22, 39.5, θέλουσιν ... τὸ δεύτερον σημαινόμενον ἐμπεριληπτικὸν εἶναι τοῦ πρώτου S.E.<i>M</i>.11.30.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[inclusivo]], [[que comprende o abarca]] c. gen. [[ἀνάγκη]] οὖν ἐστι προσγίνεσθαι τὸ [[ἄρθρον]] τῷ ἐμπεριληπτικῷ τοῦ μέρους es obligatorio que el artículo se añada a lo que es inclusivo de la parte</i> A.D.<i>Synt</i>.36.1, cf. 38.22, 39.5, θέλουσιν ... τὸ δεύτερον σημαινόμενον ἐμπεριληπτικὸν εἶναι τοῦ πρώτου S.E.<i>M</i>.11.30.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμπεριληπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που συμπεριλαμβάνει [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριληπτικός Medium diacritics: ἐμπεριληπτικός Low diacritics: εμπεριληπτικός Capitals: ΕΜΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emperilēptikós Transliteration B: emperilēptikos Transliteration C: emperiliptikos Beta Code: e)mperilhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A comprehending, inclusive, τινός A.D.Synt.36.1, al.: abs., ἐ. τρόπος Epicur.Nat.28.2.

German (Pape)

[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltand, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριληπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριλαμβάνων, περιληπτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 171, Ἀπολλ. Δ. π. Συντάξ. 36. 1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
inclusivo, que comprende o abarca c. gen. ἀνάγκη οὖν ἐστι προσγίνεσθαι τὸ ἄρθρον τῷ ἐμπεριληπτικῷ τοῦ μέρους es obligatorio que el artículo se añada a lo que es inclusivo de la parte A.D.Synt.36.1, cf. 38.22, 39.5, θέλουσιν ... τὸ δεύτερον σημαινόμενον ἐμπεριληπτικὸν εἶναι τοῦ πρώτου S.E.M.11.30.

Greek Monolingual

ἐμπεριληπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που συμπεριλαμβάνει κάτι.