ἐξώκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξώκαρπος''': -ον, ὁ ἔξω τοῦ καρποῦ τῆς χειρός, «ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις [[ἐξώκαρπος]] [[πάλη]]» Εὐστ. Ὀδ. σ. 1572, 39. (Τί δὲ ἦτο ἡ [[πάλη]] αὕτη δὲν λέγει ἡμῖν ὁ Εὐστάθιος). | |lstext='''ἐξώκαρπος''': -ον, ὁ ἔξω τοῦ καρποῦ τῆς χειρός, «ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις [[ἐξώκαρπος]] [[πάλη]]» Εὐστ. Ὀδ. σ. 1572, 39. (Τί δὲ ἦτο ἡ [[πάλη]] αὕτη δὲν λέγει ἡμῖν ὁ Εὐστάθιος). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξώκαρπος]], -ον (Μ)<br />αυτός που βρίσκεται έξω από τον καρπό του χεριού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
πάλη a form of wrestling, Eust.1572.39.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώκαρπος: -ον, ὁ ἔξω τοῦ καρποῦ τῆς χειρός, «ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις ἐξώκαρπος πάλη» Εὐστ. Ὀδ. σ. 1572, 39. (Τί δὲ ἦτο ἡ πάλη αὕτη δὲν λέγει ἡμῖν ὁ Εὐστάθιος).
Greek Monolingual
ἐξώκαρπος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον καρπό του χεριού.