ἐξοριστικός: Difference between revisions

12
(6_11)
(12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξοριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξορίζων, Διογ. Λ. 10. 143· ἀλλ’ ἴδε ἐξεριστικός.
|lstext='''ἐξοριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξορίζων, Διογ. Λ. 10. 143· ἀλλ’ ἴδε ἐξεριστικός.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξοριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξόριση]]<br />αυτός που επιβάλλει την [[εξορία]] ως [[ποινή]].
}}
}}