ἐπικουφισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_14)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικουφισμός''': ὁ, [[ἀνακούφισις]], Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.
|lstext='''ἐπικουφισμός''': ὁ, [[ἀνακούφισις]], Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπικουφισμός]], ὁ (Α) [[επικουφίζω]]<br /><b>1.</b> [[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[ανακούφιση]] από τη [[φτώχεια]] με υλική [[βοήθεια]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικουφισμός Medium diacritics: ἐπικουφισμός Low diacritics: επικουφισμός Capitals: ΕΠΙΚΟΥΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: epikouphismós Transliteration B: epikouphismos Transliteration C: epikoufismos Beta Code: e)pikoufismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A relief, IGRom.4.1523.9 (Sardes); τῆς ὀχλήσεως Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, Erleichterung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικουφισμός: ὁ, ἀνακούφισις, Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.

Greek Monolingual

ἐπικουφισμός, ὁ (Α) επικουφίζω
1. ελάφρυνση, ανακούφιση
2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια.