ἐπισέληνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_15)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισέληνος''': -ον, ([[σελήνη]]) ἔχων [[σχῆμα]] σελήνης· ἐπισέληνα, τά, πλακοῦντες τοιούτου σχήματος, λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισέληνα· πόπανα μηνοειδῆ».
|lstext='''ἐπισέληνος''': -ον, ([[σελήνη]]) ἔχων [[σχῆμα]] σελήνης· ἐπισέληνα, τά, πλακοῦντες τοιούτου σχήματος, λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισέληνα· πόπανα μηνοειδῆ».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισέληνος]], -ον (Α) [[σελήνη]]<br />[[μηνοειδής]], αυτός που έχει το [[σχήμα]] της σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», <b>Πλάτ.</b> Κωμ.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισέληνος Medium diacritics: ἐπισέληνος Low diacritics: επισέληνος Capitals: ΕΠΙΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: episélēnos Transliteration B: episelēnos Transliteration C: episelinos Beta Code: e)pise/lhnos

English (LSJ)

ον, (σελήνη)

   A moon-shaped: ἐπισέληνα, τά, cakes of this shape, Pl.Com.174.10 (nisi leg. -σέλινα); = πόπανα μηνοειδῆ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 976] mondförmig, ἐπισέληνα, mondförmige Kuchen, πόπανα μηνοειδῆ Hesych.; Plat. com. bei Ath. X, 441 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισέληνος: -ον, (σελήνη) ἔχων σχῆμα σελήνης· ἐπισέληνα, τά, πλακοῦντες τοιούτου σχήματος, λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισέληνα· πόπανα μηνοειδῆ».

Greek Monolingual

ἐπισέληνος, -ον (Α) σελήνη
μηνοειδής, αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», Πλάτ. Κωμ.).