ζωοπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(6_19)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωοπλάστης''': -ου, ὁ, ὁ δημιουργὸς, Φίλων 1. 184. ΙΙ. ὁ πλάττων εἰκόνας, [[γλύπτης]], κτλ., [[αὐτόθι]] 2. 211.
|lstext='''ζωοπλάστης''': -ου, ὁ, ὁ δημιουργὸς, Φίλων 1. 184. ΙΙ. ὁ πλάττων εἰκόνας, [[γλύπτης]], κτλ., [[αὐτόθι]] 2. 211.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωοπλάστης]], ό (Α)<br /><b>1.</b> [[δημιουργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, [[γλύπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγειο</i>-[[πλάστης]], <i>χαλκο</i>-[[πλάστης]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ζωοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ δημιουργὸς, Φίλων 1. 184. ΙΙ. ὁ πλάττων εἰκόνας, γλύπτης, κτλ., αὐτόθι 2. 211.

Greek Monolingual

ζωοπλάστης, ό (Α)
1. δημιουργός
2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.