θαιραῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(a) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1181.png Seite 1181]] s. [[θαιρός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1181.png Seite 1181]] s. [[θαιρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=θαιραῑος, -αία, -ον (Α) [[θαρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για [[κατασκευή]] αξόνων, <b>[[Πολυδ]].</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A for axles, ξύλα Poll.1.253.
German (Pape)
[Seite 1181] s. θαιρός.
Greek Monolingual
θαιραῑος, -αία, -ον (Α) θαρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για κατασκευή αξόνων, Πολυδ.).