ἴβυξ: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_22)
(17)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴβυξ''': -υκος, ἴβυς, υος, ὁ, πτηνόν τι κρακτικόν, Ἡσύχ., ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Α΄, 545, Β΄, 9) ἶβυξ.
|lstext='''ἴβυξ''': -υκος, ἴβυς, υος, ὁ, πτηνόν τι κρακτικόν, Ἡσύχ., ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Α΄, 545, Β΄, 9) ἶβυξ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴβυξ]], -υκος, ὁ (Α)<br />η [[ίβις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιβύ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:18, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1235] υκος, ὁ, ein Vogel, ὄρνεον κρακτικόν, E. G. u. andere VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἴβυξ: -υκος, ἴβυς, υος, ὁ, πτηνόν τι κρακτικόν, Ἡσύχ., ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Α΄, 545, Β΄, 9) ἶβυξ.

Greek Monolingual

ἴβυξ, -υκος, ὁ (Α)
η ίβις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ].