καθηλωτής: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(6_22)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθηλωτής''': τοῦ, ὁ, ὁ καθηλῶν τι, καρφωτής, Γλωσσ.
|lstext='''καθηλωτής''': τοῦ, ὁ, ὁ καθηλῶν τι, καρφωτής, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθηλωτής]], ὁ (Α) [[καθηλώ]]<br />αυτός που καθηλώνει, που καρφώνει.
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηλωτής Medium diacritics: καθηλωτής Low diacritics: καθηλωτής Capitals: ΚΑΘΗΛΩΤΗΣ
Transliteration A: kathēlōtḗs Transliteration B: kathēlōtēs Transliteration C: kathilotis Beta Code: kaqhlwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who nails on, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, der Annagelnde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθηλωτής: τοῦ, ὁ, ὁ καθηλῶν τι, καρφωτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

καθηλωτής, ὁ (Α) καθηλώ
αυτός που καθηλώνει, που καρφώνει.