καινόταφος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(Bailly1_3)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tombeau d’une construction nouvelle <i>ou</i> originale.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τάφος]].
|btext=ος, ον :<br />tombeau d’une construction nouvelle <i>ou</i> originale.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τάφος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καινόταφος]], -ον (Α)<br />(μόνο στη φρ.) «[[καινόταφον]] [[σχῆμα]]» — νέο, ασυνήθιστο [[σχήμα]] τάφου, (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[τάφος]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tombeau d’une construction nouvelle ou originale.
Étymologie: καινός, τάφος.

Greek Monolingual

καινόταφος, -ον (Α)
(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος.