κάλλιππος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_17)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλλιππος''': -ον, ἔχων ὡραίους ἵππους, Νικηφ. Βλεμμ. Γεωγρ. Πονημάτ. σ. 4· - καλὸς [[ἱππεύς]], Ἐκκλ.
|lstext='''κάλλιππος''': -ον, ἔχων ὡραίους ἵππους, Νικηφ. Βλεμμ. Γεωγρ. Πονημάτ. σ. 4· - καλὸς [[ἱππεύς]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάλλιππος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίους ίππους<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] [[ιππέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ιππος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελάν</i>-<i>ιππος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ιππος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Pferden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιππος: -ον, ἔχων ὡραίους ἵππους, Νικηφ. Βλεμμ. Γεωγρ. Πονημάτ. σ. 4· - καλὸς ἱππεύς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κάλλιππος, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει ωραίους ίππους
2. ο ικανός ιππέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ιππος (< ἵππος), πρβλ. μελάν-ιππος, φίλ-ιππος].