καρανώ: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(6_4)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρανώ''': «τὴν αἶγα. Κρῆτες» Ἡσύχ.
|lstext='''καρανώ''': «τὴν αἶγα. Κρῆτες» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=καρανῶ, -όω (Α) [[κάρανον]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] ώς την [[κορυφή]], ώς το [[τέλος]], [[αποτελειώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καρανοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />κεφαλαιώνομαι, κορυφώνομαι, [[παίρνω]] [[τέλος]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρανώ Medium diacritics: καρανώ Low diacritics: καρανώ Capitals: ΚΑΡΑΝΩ
Transliteration A: karanṓ Transliteration B: karanō Transliteration C: karano Beta Code: karanw/

English (LSJ)

ἡ,

   A goat (Cret.), Hsch. κάραξι· στρώσω, Id. καραρύες, Scythian travelling-wagons, Id. καράς· ο ἀποσπερματισμός, Id. καραταί· κεφαλαί, Id.

Greek (Liddell-Scott)

καρανώ: «τὴν αἶγα. Κρῆτες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καρανῶ, -όω (Α) κάρανον
1. φέρνω κάτι ώς την κορυφή, ώς το τέλος, αποτελειώνω
2. παθ. καρανοῡμαι, -όομαι
κεφαλαιώνομαι, κορυφώνομαι, παίρνω τέλος.