κασάλβιον: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰσάλβιον''': τό, διάφ. γραφ. (μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Σχολ.) ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1285, ἀντὶ κασαύριον.
|lstext='''κᾰσάλβιον''': τό, διάφ. γραφ. (μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Σχολ.) ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1285, ἀντὶ κασαύριον.
}}
{{grml
|mltxt=[[κασάλβιον]], τὸ (Α)<br />δ. γρφ<br />του κασαύριον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κασαλβάς]], <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσάλβιον Medium diacritics: κασάλβιον Low diacritics: κασάλβιον Capitals: ΚΑΣΑΛΒΙΟΝ
Transliteration A: kasálbion Transliteration B: kasalbion Transliteration C: kasalvion Beta Code: kasa/lbion

English (LSJ)

τό,

   A v.l. for κασώριον in Id.Eq.1285 (ap.Sch.).

German (Pape)

[Seite 1333] τό, Hurenhaus, = πορνεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσάλβιον: τό, διάφ. γραφ. (μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Σχολ.) ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1285, ἀντὶ κασαύριον.

Greek Monolingual

κασάλβιον, τὸ (Α)
δ. γρφ
του κασαύριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, + επίθημα -ιον].