κατασοβαρεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασοβαρεύομαι''': ἀποθ., σοβαρῶς, ὑπερηφάνως φέρομαι [[πρός]] τινα, καταφρονῶ, τινος· κατασοβαρεύσασθαι Διογ. Λ. 1. 81. | |lstext='''κατασοβαρεύομαι''': ἀποθ., σοβαρῶς, ὑπερηφάνως φέρομαι [[πρός]] τινα, καταφρονῶ, τινος· κατασοβαρεύσασθαι Διογ. Λ. 1. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατασοβαρεύομαι]] (AM)<br />[[καταφρονώ]] κάποιον, του [[συμπεριφέρομαι]] αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σοβαρεύομαι]] «[[συμπεριφέρομαι]] αλαζονικά»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A regard haughtily, τινος J.BJ3.1.1, D.L.1.81, Men.Prot.p.321 D.
German (Pape)
[Seite 1380] med., sich stolz, hoffährtig betragen gegen Jem., τινός, D. L. 1, 81, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατασοβαρεύομαι: ἀποθ., σοβαρῶς, ὑπερηφάνως φέρομαι πρός τινα, καταφρονῶ, τινος· κατασοβαρεύσασθαι Διογ. Λ. 1. 81.
Greek Monolingual
κατασοβαρεύομαι (AM)
καταφρονώ κάποιον, του συμπεριφέρομαι αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σοβαρεύομαι «συμπεριφέρομαι αλαζονικά»].