κεάνωθος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_14)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεάνωθος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 6.
|lstext='''κεάνωθος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 6.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεάνωθος]] και [[κεάνωνος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ραμνίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[είδος]] αγκαθιού.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, eine Distelart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεάνωθος: ὁ, εἶδος ἀκάνθης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 6.

Greek Monolingual

ο (Α κεάνωθος και κεάνωνος)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας ραμνίδες
αρχ.
πιθ. είδος αγκαθιού.