κεραυνοβόλιον: Difference between revisions
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
(6_21) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραυνοβόλιον''': τό, [[χωρίον]] κεραυνόβλητον, Γλωσσ. | |lstext='''κεραυνοβόλιον''': τό, [[χωρίον]] κεραυνόβλητον, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραυνοβόλιον]], τὸ (Α) [[κεραυνοβολώ]]<br />ο [[κεραυνός]], το [[αστροπελέκι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A thunderbolt, Corn.ND19.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβόλιον: τό, χωρίον κεραυνόβλητον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κεραυνοβόλιον, τὸ (Α) κεραυνοβολώ
ο κεραυνός, το αστροπελέκι.