κίγκασος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(6_3) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίγκασος''': «[[κυβευτικός]] τις [[βόλος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''κίγκασος''': «[[κυβευτικός]] τις [[βόλος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κίγκασος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κυβευτικός]] τις [[βόλος]]», δηλ. [[είδος]] ριξίματος του ζαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η [[σύνδεση]] του με το [[κίγκλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, name of a throw at dice, Hsch.; cf. κίκκασος.
Greek (Liddell-Scott)
κίγκασος: «κυβευτικός τις βόλος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κίγκασος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικός τις βόλος», δηλ. είδος ριξίματος του ζαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η σύνδεση του με το κίγκλος.