κλειδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(6_18)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειδοφόρος''': -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.
|lstext='''κλειδοφόρος''': -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλειδοφόρος]], ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ιερέας]] ή [[ιέρεια]] που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, [[κλειδούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλείς]], -<i>δός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νικη</i>-[[φόρος]], <i>στεφανη</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κλειδοφόρος: -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.

Greek Monolingual

κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, στεφανη-φόρος.